-
1 малиновый
-
2 малиновый
επ.1. της σμεουρδιάς. || από σμέουρο•-ое варенье γλυκό από σμέουρο.
2. χρώματος σμέουρου (βαθυκόκκινος).εκφρ.звон – πολύ ευχάριστος ήχος κωδωνοκρουσίας ή κουδουνιών, κουδουνακίών. -
3 малиновый
мали́нов||ыйприл1. ἀπό σμέουρο, τής σμεουριᾶς:\малиновыйое варенье τό γλυκό σμέουρο·2. (цвет) βαθυκόκκινος. -
4 малиновый
[μαλίναβυΤ] επ. από σμέουρο -
5 малиновый
[μαλίναβυΤ] επ από σμέουρο
См. также в других словарях:
σμεουριά — (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά,… … Dictionary of Greek
βατόμουρο — το ο καρπός του βάτου, το βάτσινο, το σμέουρο: Πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα πίτα από βατόμουρα και ήταν εξαιρετική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραμπουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. ο καρπός του φυτού «Bάτος η ιδαία», το σμέουρο, είδος βατόμουρου. 2. το γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)